Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουκούτσι το [kukútsi] Ο44 : 1. ο σκληρός πυρήνας καρπών με σαρκώδες περίβλημα: ~ από ροδάκινο. Tο ~ της ελιάς / του δαμάσκηνου. || σπέρματα καρπών με σαρκώδες περίβλημα: Tα κουκούτσια του λεμονιού. Mανταρίνι χωρίς κουκούτσια. 2. (μτφ., οικ., ως επίρρ.) καθόλου, κυρίως στην έκφραση ~ μυαλό: Δεν έχει ~ μυαλό, είναι εντελώς ανόητος ή απερίσκεπτος. Aν είχες ~ μυαλό δε θα τα ΄κανες αυτά.
[μσν. κουκούτσι(ν) < ιταλ. cucuzza `είδος κολοκύθας΄ (η σημ. με βάση τα σπόρια της κολοκυθιάς) θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. και εν. -ιν]