Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουκούδι το [kukúδi] Ο44 : (προφ.) το κακάδι.
[μσν. κουκούδι(ν) < *κοκκούδιον ( [o > u] από επίδρ. των δύο υπερ. [k] ) υποκορ. του αρχ. κόκκ(ος) -ούδιον (ορθογρ. απλοπ.)]