Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουκουνάρι το [kukunári] Ο44 : 1. ο σπόρος της κουκουνάρας: Γαλοπού λα γεμιστή με κουκουνάρια. 2. η κουκουνάρα.
[μσν. κουκουνάρι < κουκουνάριον < *κοκκωνάριον (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [k] ) υποκορ. αρχ. κόκκων `σπυρί ροδιάς΄ -άριον (ορθογρ. απλοπ.)]
- κουκουναριά η [kukunarjá] Ο24 : είδος πεύκου που ο καρπός του μας δίνει κουκουνάρια που τρώγονται.
[μσν. κουκουναριά < κουκουνάρ(ι) -ιά]



