Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουκουές
1 εγγραφή
κουκουές ο [kukués] Ο13 : (προφ.) μέλος ή οπαδός του Kομμουνιστικού Kόμματος Ελλάδας. || κομμουνιστής.

[αρκτικόλ. Κ(ου) Κ(ου) Ε -ς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες