Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουζουλός
1 εγγραφή
κουζουλός -ή -ό [kuzulós] Ε1 : (λαϊκότρ.) τρελός.

[μσν. κουζουλός ίσως < τουρκ. (ουδ.) kuzul(u) `προβατίνα με μικρό αρνί΄ -ός με πέρασμα της σημ. στο αρνί που κάνει παλαβά πηδηματάκια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες