Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουζουλαίνω
1 εγγραφή
κουζουλαίνω [kuzuléno] -ομαι Ρ7.1 : (λαϊκότρ.) τρελαίνομαι.

[μσν. κουζουλαίνω < κουζουλ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες