Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβερτούρα
2 εγγραφές [1 - 2]
κουβερτούρα 1 η [kuvertúra] Ο25α : είδος σοκολάτας που τη χρησιμοποιούν λιωμένη για να καλύπτουν διάφορα γλυκίσματα.

[παλ. ιταλ. covertura ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]

κουβερτούρα 2 η : εξωτερικό κάλυμμα δεμένου βιβλίου, συνήθ. από λεπτό γυαλιστερό χαρτί.

[γαλλ. couverture κατά το ετυμολογικά συγγ. κουβερτούρα 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες