Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβάς
1 εγγραφή
κουβάς ο [kuvás] Ο1 : α. μεταλλικό ή πλαστικό κυλινδρικό δοχείο συνήθ. πλατύτερο στα χείλη απ΄ ό,τι στη βάση, με χερούλι, για την άντληση ή τη μεταφορά νερού. β. περιστρεφόμενο δοχείο της μπετονιέρας, όπου ανακατεύονται τα υλικά για την παρασκευή κονιαμάτων. κουβαδάκι το YΠΟKΟΡ μικρός κουβάς, κυρίως ως παιδικό παιχνίδι: Tα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα κουβαδάκια τους.

[μσν. κουβάς < τουρκ. kova ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες