Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κου
310 εγγραφές [1 - 10]
γκουβέρνο το [guvérno] & κουβέρνο το [kuvérno] Ο39 : (παρωχ.) η κυβέρνηση.

[αντδ. < ιταλ. goberno < λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερνῶ, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] · τροπή [g > k] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]

κοάξ κοάξ [koáks koáks] & κουάξ κουάξ [kuáks kuáks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου, συνήθ. και ως βρεκεκέξ κουάξ κουάξ.

[λόγ. < αρχ. κοάξ (ηχομιμ.)· κουάξ: ημιφωνοποίηση του φων. [o] πριν από [a] ]

κομμούνι το [komúni] & κουμμούνι το [kumúni] Ο44α : (προφ., υβρ.) ο κομμουνιστής.

[κομμουν(ιστής), κουμμουν(ιστής) υποκορ. ]

κου το [kú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα κάπα.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα κάπα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του υπερ. [k] και αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

κουάκερ το [kuáker] Ο (άκλ.) : αλεύρι βρόμης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κρέμας.

[λόγ. < αγγλ. quaker (ορθογρ. δαν.) σήμα κατατ. (< Quaker δες Κουάκερος)]

κουάκερος ο [kuákeros] Ο20 : οπαδός μιας προτεσταντικής αίρεσης που αναπτύχθηκε κυρίως στις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής.

[λόγ. < αγγλ. Quaker -ος (ορθογρ. δαν.)]

κουαρτέτο το [kuartéto] Ο39 : 1. μουσική σύνθεση που εκτελείται από τέσσερις μουσικούς: ~ για έγχορδα. Tα κουαρτέτα του Mπραμς. 2. ομά δα, συγκρότημα τεσσάρων μουσικών που εκτελούν μια σύνθεση: Φωνητικό ~. ~ εγχόρδων. 3. (συνήθ. ειρ., πειραχτικά) ομάδα τεσσάρων ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί.

[λόγ. < ιταλ. quartetto]

Kουασιμόδος ο [kuasimóδos] Ο18 : σε μετωνυμία, ο εξαιρετικά άσχημος, ο δύσμορφος άνθρωπος.

[λόγ. < γαλλ. Quasimodo (ορθογρ. δαν.) όν. ήρωα του V. Hugo στο μυθιστόρημα Η Παναγία των Παρισίων]

κουάφ η [kuáf] Ο (άκλ.) : κάθε είδους διακοσμητικό, συνήθ. από άνθη, που φοράει η νύφη στο κεφάλι της.

[λόγ. < γαλλ. coiffe]

κουβάλημα το [kuválima] Ο49 : η ενέργεια του κουβαλώ: Tα δέματα θέλουν ~. Έχουμε ~ σήμερα, μετακόμιση.

[μσν. κουβάλημα < κουβαλη- (κουβαλώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...31   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες