Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτσάρω
1 εγγραφή
κοτσάρω [kotsáro] & κοτσέρνω [kotsérno] Ρ6α : 1α. συνδέω κτ. στον κοτσαδόρο: Δεν μπορείς να κοτσάρεις μόνος σου τη βάρκα. β. (οικ.) προσθέτω σε ένα σύνολο κτ., συνήθ. παραπανίσιο, παράταιρο ή υπερβολικό: Πρωί πρωί κοτσάρισε τη γούνα. || συνήθ. με μια ελαφριά χροιά ειρωνείας: Kοτσάρισε και τη γραβάτα σαν γαμπρός. 2. (οικ.) επιβάλλω σε κπ. κτ. που το θεωρεί υπερβολικό ή άδικο: Mου κοτσάρισε μια κλήση.

[ιταλ. cozzar(e) `χτυπώ με τα κέρατα, χτυπώ΄ -ω· κοτσ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες