Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτσάνα
2 εγγραφές [1 - 2]
κοτσάνα η [kotsána] Ο25α : ηλίθια, ανόητα λόγια, είτε ως τερατολογία είτε ως γκάφα: Tην είπες πάλι την ~ σου. Πέταξε μια ~. Όλο κοτσάνες λέει. || πολύ χοντρό γλωσσικό ή άλλο λάθος.

[κοτσάν(ι) μεγεθ. ]

κοτσονάτος -η -ο [kotsonátos] & κοτσανάτος -η -ο [kotsanátos] Ε3 : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που διατηρείται ακμαίος και θαλερός: ~ γέρος.

[κοτσα-: κοτσάν(ι) -άτος· κοτσο-: ανομ. [a-a > o-a] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες