Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτολέτα
1 εγγραφή
κοτολέτα η [kotoléta] Ο25 : πλευρά από σφάγιο αρνιού ή γουρουνόπουλου.

[ιταλ. cotoletta < γαλλ. cἄtelette]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες