Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτάω
1 εγγραφή
κοτάω [kotáo] & Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) τολμώ, έχω το θάρρος: Aν κοτάς, έλα! Aν κοτάει, ας πάει να τον βρει και να του τα πει.

[μσν. κοτώ `ρισκάρω΄ < ελνστ. κόττ(ος) `κύβος΄ (πρβ. ελνστ. ή μσν. κοττίζω `παίζω ζάρια΄) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες