Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμοαντίληψη η [kozmoandílipsi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αποδέχεται κάποιος τον κόσμο ως φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
[λόγ. κοσμο- + αντίληψις (-σις > -ση) μτφρδ. γερμ. Weltanschauung]