Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμητεία
1 εγγραφή
κοσμητεία η [kozmitía] Ο25 : το αξίωμα του κοσμήτορα, ο χρόνος της θητείας του, καθώς και ο χώρος όπου εδρεύει ο κοσμήτορας: Aνέλαβε την ~ της Nομικής Σχολής. Kατά την ~ του…

[λόγ. < ελνστ. κοσμητεία `το αξίωμα του (αρχ.) κοσμητή΄ (δες στο κοσμήτορας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες