Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμηματοποιία
1 εγγραφή
κοσμηματοποιία η [kozmimatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής κοσμημάτων.

[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -ποιία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες