Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμετολογία η [kozmetolojía] Ο25 : μελέτη, έρευνα και παραγωγή προϊόντων ομορφιάς (καλλυντικών, αρωμάτων κτλ.).
[λόγ. < γαλλ. cosméto logie < cosmét(ique) < αρχ. κοσμητ(ικός) -ο- + -logie = -λογία]