Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμήτορας
1 εγγραφή
κοσμήτορας ο [kozmítoras] Ο5 : διοικητικό αξίωμα: ~ της Bουλής. || ~ Πανεπιστημιακής Σχολής, καθηγητής, ο οποίος με εκλογή κατέχει την ανώτατη διοικητική θέση στη σχολή.

[λόγ. < αρχ. κοσμήτωρ, αιτ. -ορα, ποιητ. συν. του κοσμητής `που έχει υπό την επίβλεψή του τους εφήβους΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες