Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορόνα
3 εγγραφές [1 - 3]
κορόνα 1 η [koróna] Ο25 : I1. (λαϊκότρ.) το στέμμα. ΦΡ ~ στο κεφάλι μου, λέγεται συνήθ. από τον ένα από τους δύο συζύγους για τον άλλο ως ένδειξη βαθύτατης εκτίμησης ή χάριν αστεϊσμού. 2α. επί βασιλείας, ως διακριτικό των ανώτερων αξιωματικών, αντίστοιχο του εθνόσημου. β. (προφ.) η μία όψη του μεταλλικού νομίσματος με ανάγλυφη εικόνα ενός ιστορικού προσώπου ή μιας προσωπικότητας, σε αντιδιαστολή προς την άλλη όψη που φέρει τα γράμματα, κυρίως στην έκφραση ~ ή γράμματα, επιλογή με βάση την τύχη, που γίνεται στρίβοντας στον αέρα ένα μεταλλικό νόμισμα, και στη ΦΡ (παίζω / ρίχνω κτ.) ~ γράμματα, ριψοκινδυνεύω. II. προστατευτικό, μεταλλικό συνήθ., κάλυμμα δοντιού.

[μσν. κορόνα αντδ. < ιταλ. corona < λατ. corona `στεφάνι, βασιλικό στέμμα΄ < αρχ. κορώνη `κουρούνα (δες λ.), στριφτό αντικείμενο σαν το ράμφος της κουρούνας, στολίδι σε ψηλό μέρος΄ (πρβ. ελνστ. κορώνη `στεφάνι΄ από λατ. επίδρ. στη σημ.)]

κορόνα 2 η : ονομασία νομισματικής μονάδας ορισμένων κρατών: Σουηδική ~.

[αντδ. < ιταλ. corona, επειδή το νόμισμα απεικόνιζε στέμμα (δες στο κορόνα 1)]

κορόνα 3 η : (μουσ.) 1. μουσικό σημάδι που όταν μπαίνει επάνω από μία νότα ή μία παύση, παρατείνει τη διάρκειά της κατά βούληση. 2. στη φωνητική μουσική, το υψηλό σημείο της μελωδίας, όπου υπάρχει κορόνα1: Έβγαλε μια ~. || (μτφ.): Tελείωσε το λόγο του με μια ~, με κτ. πομπώδες και εντυπωσιακό.

[ιταλ. corona (δες κορόνα 1, από την ομοιότητα της μορφής με το σημάδι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες