Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορόμηλο το [korómilo] Ο41 : ο καρπός της κορομηλιάς· μικρός σφαιρικός σαρκώδης καρπός με σκληρό πυρήνα και γλυκόξινη γεύση. (έκφρ.) (τρέχει) το δάκρυ ~, ειρωνικά για κπ. που κλαίει ή ψευτοκλαίει χύνοντας άφθονα δάκρυα.
[μσν. κορόμηλον ίσως < *καρυόμηλον < αρχ. κάρυ(ον) -ο- + μῆλον]