Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορφή η [korfí] Ο29 : (προφ.) 1α. η κορυφή1. ΦΡ από την Πόλη* έρχομαι και στην ~ κανέλα. απ΄ την ~ ως τα νύχια*. β. το ακραίο τμήμα του τρυφερού βλαστού ενός φυτού. 2. το καϊμάκι1α, το αφρόγαλα.
κορφούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.· κορφ(ή) -ούλα]