Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορυδαλλός
1 εγγραφή
κορυδαλλός ο [koriδalós] Ο17 : μικρό ωδικό πτηνό με καφετί ή γκριζωπό φτέρωμα, που έχει μελωδικό κελάηδημα σε υψηλούς τόνους.

[ελνστ. κορυδαλλός (αρχ. κόρυδος ὁ, κορυδός ἡ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες