Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορυβαντιώ
1 εγγραφή
κορυβαντιώ [korivandió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για πλήθος το οποίο είναι έξαλλο από ενθουσιασμό.

[λόγ. < αρχ. κορυβαντιῶ `κατέχομαι από έξαρση όπως οι Κορύβαντες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες