Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορομηλιά
1 εγγραφή
κορομηλιά η [koromilá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου οι καρποί είναι τα κορόμηλα.

[κορόμηλ(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες