Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορμός ο [kormós] Ο17 : I. το τμήμα του δέντρου από την επιφάνεια του εδάφους ως τα κλαδιά: Στο γέρικο κορμό της ελιάς υπήρχε μια μεγάλη κουφάλα. Ο φράχτης ήταν κατασκευασμένος από κορμούς δέντρων. II. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με κορμό: 1. στη μορφή: α. το τμήμα του σώματος του ανθρώπου και ορισμένων σπονδυλωτών ζώων, που δεν περιλαμβάνει τα άκρα και το κεφάλι: Bρέθηκε ένας ~ αγάλματος. β. Ο ~ του κίονα, το κύριο τμήμα του κίονα, χωρίς το κιονόκρανο. γ. είδος γλυκίσματος που μοιάζει με κορμό δέντρου σε τομή. 2. στη λειτουργία· το κύριο, το βασικό τμήμα κάθε πράγματος: Έγιναν αλλαγές οι οποίες όμως δεν αλλοιώνουν τον κορμό του πολιτικού τους προγράμματος. Ο ~ της παρέλασης. || Mαθήματα κορμού, τα μαθήματα της τρίτης τάξης του λυκείου, τα οποία είναι κοινά σε όλες τις δέσμες.
[λόγ.: Ι: αρχ. κορμός· ΙΙ1: σημδ. ιταλ. torso· ΙΙ2: σημδ. γαλλ. corps]
- κορμοστασιά η [kormostasxá] Ο24 : η στάση ενός καλοσχηματισμένου ανθρώπινου σώματος είτε ακίνητου είτε κατά τη βάδιση· το παράστημα: Έχει ωραία ~.
[κορμ(ί) -ο- + στάσ(η) -ιά]