Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορδονέτο
1 εγγραφή
κορδονέτο το [korδonéto] Ο39 : είδος λεπτού κορδονιού. || είδος χοντρής μεταξωτής κλωστής: Στο τελείωμα ο γιακάς είχε ένα χοντρό γαζί με ~.

[ιταλ. cordonetto < γαλλ. cordonnet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες