Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορδέλα η [korδéla] Ο25 : I1. μακρόστενη λουρίδα από ύφασμα, από χαρτί ή από άλλο υλικό με την οποία δένουμε, συγκρατούμε ή στολίζουμε κτ.: Mεταξωτή / βελούδινη / σατέν ~. Tα μαλλιά της ήταν δεμένα με μια ~. Aνέμιζαν οι κορδέλες του καπέλου της. Στεφάνια με μοβ κορδέλες. Ο υπουργός έκοψε την ~ των εγκαινίων, την ταινίαII1. ΦΡ πουλάει φύκια* για μεταξωτές κορδέλες. τράβα* ~. 2. (μτφ.) ελικοειδής δρόμος, συνήθ. στην πλαγιά βουνού: Ο δρόμος ανέβαινε όλο / έχει πολλές κορδέλες. II. (προφ.) 1. μετροταινία. 2. πριονοκορδέλα.
κορδελάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. ΦΡ κάνω κορδελάκια, κάνω νάζια. [μσν. κορδέλα αντδ. < βεν. cordela υποκορ. του corda (δες κόρδα)]
- κορδελάς ο [korδelás] Ο1 : (προφ.) χειριστής πριονοκορδέλας.
[κορδέλ(α)ΙΙ2 -άς (διαφ. το μσν. κορδελάς `που κατασκευάζει κορδέλες΄)]