Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορασίδα η [korasíδa] Ο26 : (σπάν.) το κορίτσι. || (αθλ.) ως κατηγορία στην οποία κατατάσσεται μια αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας: Πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων.
[λόγ. < μσν. κορασίς, αιτ. -ίδα < κοράσ(ιον δες στο κοράσι) -ίς (πρβ. μσν. κορασίδα)]