Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορακίστικα
1 εγγραφή
κορακίστικα τα [korakístika] Ο41 : 1. συνθηματική και ακατάληπτη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να συνεννοούνται μεταξύ τους δήθεν μυστικά, και που δημιουργείται συνήθ. από την παρεμβολή ανάμε σα στις λέξεις της συλλαβής κε. 2. (μτφ., οικ.) ακατανόητα λόγια, είτε αυ τά είναι μια ξένη γλώσσα είτε απόλυτα ειδικευμένη ορολογία: Aυτά είναι ~ για μένα.

[κόρακ(ας) -ίστικα, ουδ. πληθ. του -ίστικος επειδή η κραυ γή του δίνει την εντύπωση του ακαταλαβίστικου (σύγκρ. ελνστ. επίρρ. κορακιστί φθέγγεσθε `μιλάτε ακατανόητα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες