Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοράκι
4 εγγραφές [1 - 4]
κοράκι το [koráki] Ο44 : 1. σαρκοφάγο πουλί με μαύρο φτέρωμα. || ονομασία διάφορων πουλιών που ανήκουν στην ίδια οικογένεια. 2. (μτφ.) α. (μειωτ., οικ.) ο κατ΄ επάγγελμα νεκροπομπός· υπάλληλος γραφείου κηδειών, ο οποίος, ντυμένος με μαύρο κουστούμι, μεταφέρει το φέρετρο με το νεκρό. β. άνθρωπος αρπακτικός που με επιτηδειότητα εξαπατά τους αφελείς: Έπεσαν επάνω του (σαν) τα κοράκια. || έξυπνος και ικανός απατεώνας. γ. ως χαρακτηρισμός μαθητή πολύ μελετηρού και έξυπνου.

[ελνστ. κοράκιον υποκορ. του αρχ. κόραξ (δες στο κόρακας)]

κορακιάζω [korakázo] Ρ2.1α μππ. κορακιασμένος : (οικ.) διψάω υπερβολικά.

[κόρακ(ας) -ιάζω (από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak `στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι]

κορακίσιος -α -ο [korakísos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοράκι: Kορακίσια μύτη.

[κοράκ(ι) -ίσιος]

κορακίστικα τα [korakístika] Ο41 : 1. συνθηματική και ακατάληπτη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να συνεννοούνται μεταξύ τους δήθεν μυστικά, και που δημιουργείται συνήθ. από την παρεμβολή ανάμε σα στις λέξεις της συλλαβής κε. 2. (μτφ., οικ.) ακατανόητα λόγια, είτε αυ τά είναι μια ξένη γλώσσα είτε απόλυτα ειδικευμένη ορολογία: Aυτά είναι ~ για μένα.

[κόρακ(ας) -ίστικα, ουδ. πληθ. του -ίστικος επειδή η κραυ γή του δίνει την εντύπωση του ακαταλαβίστικου (σύγκρ. ελνστ. επίρρ. κορακιστί φθέγγεσθε `μιλάτε ακατανόητα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες