Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπρολόγος
1 εγγραφή
κοπρολόγος ο [koprolóγos] Ο18 θηλ. κοπρολόγος [koprolóγos] Ο35 : αυτός που από διαστροφή αισθάνεται ιδιαίτερη ευχαρίστηση να χρησιμοποιεί στο λόγο του λέξεις ή εκφράσεις σχετικές με κόπρανα.

[λόγ. κοπρολογ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το αρχ. κοπρολόγος `που μαζεύει κοπριά΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες