Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπρολαγνεία η [koprolaγnía] Ο25 : σεξουαλική διαστροφή που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η γενετήσια διέγερση προκαλείται από τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση των περιττωμάτων του ερωτικού συντρόφου.
[λόγ. < νλατ. coprolagnea < copro- = κοπρο- + αρχ. λαγνεία]