Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπιάρω [kopxáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) αντιγράφω πιστά: Tο σχέδιο του κεντήματος / του φορέματος / του επίπλου το έχει κοπιάρει από φιγουρίνι / από τα εκθέματα του μουσείου. || μιμούμαι (ως προς το ντύσιμο, τη συμπεριφορά κτλ.).
[ιταλ. copiar(e) -ω]



