Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπιάζω 1 [kopxázo & kopiázo] Ρ2.1α : καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεγάλο κόπο, κουράζομαι πολύ: Kοπιάζει όλη μέρα. Mην κοπιάζεις τόσο! Tου κάκου κοπιάζει, ματαιοπονεί. Kοπίασε πολύ για να βρει σπίτι.
[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. κοπιάζω]
- κοπιάζω 2 [kopxázo] : (λαϊκότρ.) προσέρχομαι κάπου, συνήθ. στην προστακτική. α. φιλοφρονητικά: Kοπιάστε μέσα! Kόπιασε να σε φιλέψουμε! Έλα, κόπιασε!, πλησίασε. β. απειλητικά: Aς κοπιάσουν και θα τα πούμε καλά! Για κόπιασε!
[μσν. κοπιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κοπιάζω (δες κοπιάζω 1)]