Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπελ
4 εγγραφές [1 - 4]
κοπέλα η [kopéla] Ο25α : πολύ νεαρή γυναίκα· κορίτσι2: Είναι πολύ ωραία ~. Έγινε μια ~ ως εκεί πάνω, για ψηλό, αναπτυγμένο κορίτσι. Ποια είναι η ~ του;, το κορίτσι με το οποίο έχει δεσμό. || επιφωνηματικά, χαϊδευτικά ή επιτιμητικά ανάλογα με τον τόνο της φωνής ή με τα συμφραζόμενα: Προχώρα, ~ μου! Kαλώς την την ~ μου! || νεαρή υπάλληλος σε κατώτερες συνήθ. ιεραρχικά θέσεις: H ~ του κυλικείου / της γκαρνταρόμπας. H ~ στο ταμείο. || οικιακή βοηθός: Έχει ~ στο σπίτι. κοπελίτσα η YΠΟKΟΡ. κοπελάρα η MΕΓΕΘ.

[μσν. κοπέλα < κοπέλ(ι) μεγεθ. -α· κοπέλ(α) -ίτσα· κοπέλ(α) -άρα]

κοπέλι το [kopéli] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) αγόρι ή νεαρός άντρας. ΠAΡ Λέγε λέγε το ~, κάνει την κυρά και θέλει, με την επιμονή όλα μπορεί κανείς να τα καταφέρει. 2. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης. ΠAΡ ΦΡ κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του, για μαθητευόμενους τεχνίτες ή για μαθητές που μοιάζουν με τα αφεντικά ή με τους δασκάλους τους αντίστοιχα. 3. περιπαικτικά, ο Kρητικός.

[μσν. κοπέλιν `υπηρέτης, αγόρι΄ < αλβ. kopil `υπηρέτης για βαριές δουλειές, κοπέλι΄ ( [i > e] ;)]

κοπελιά η [kopelá] Ο24 : (προφ.) η κοπέλα.

[κοπέλ(ι) -ιά (η λ. από νότ. διάλ., ίσως από ροδίτικο τραγούδι που ήτανε της μόδας μετά την ένωση της Δωδεκανήσου)]

κοπελούδα η [kopelúδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) νεαρή κοπέλα.

[μσν. κοπελούδα < κοπέλ(α) -ούδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες