Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπανίζω [kopanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κονιορτοποιώ κτ. ή απλώς το μετατρέπω σε πολύ μικρά κομμάτια, χτυπώντας το με επαναλαμβανόμενα απανωτά χτυπήματα, συνήθ. μέσα σε γουδί, με ένα βαρύ συμπαγές αντικείμενο (γουδοχέρι, πέτρα κτλ.): ~ καρύδια / αμύγδαλα / κανέλα / μοσχοκάρυδο. Kοπανισμένα αμύγδαλα. Kοπάνιζε το στάρι με το χέρι. || (επέκτ.) χτυπώ δυνατά: Kοπάνιζε το χταπόδι. Οι γυναίκες κοπάνιζαν τα χαλιά στην πλύση, με τον κόπανο. 2. κοπανάω2.
[ελνστ. κοπανίζω]