Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπέλα η [kopéla] Ο25α : πολύ νεαρή γυναίκα· κορίτσι2: Είναι πολύ ωραία ~. Έγινε μια ~ ως εκεί πάνω, για ψηλό, αναπτυγμένο κορίτσι. Ποια είναι η ~ του;, το κορίτσι με το οποίο έχει δεσμό. || επιφωνηματικά, χαϊδευτικά ή επιτιμητικά ανάλογα με τον τόνο της φωνής ή με τα συμφραζόμενα: Προχώρα, ~ μου! Kαλώς την την ~ μου! || νεαρή υπάλληλος σε κατώτερες συνήθ. ιεραρχικά θέσεις: H ~ του κυλικείου / της γκαρνταρόμπας. H ~ στο ταμείο. || οικιακή βοηθός: Έχει ~ στο σπίτι.
κοπελίτσα η YΠΟKΟΡ. κοπελάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. κοπέλα < κοπέλ(ι) μεγεθ. -α· κοπέλ(α) -ίτσα· κοπέλ(α) -άρα]