Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοντόθωρος -η -ο [kondóθoros] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει διορατικότητα, που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα και με προοπτική, που έχει περιορισμένη αντίληψη και κρίση· κοντόφθαλμος.
κοντόθωρα ΕΠIΡΡ. [κοντο- 1 + *θώρ(α) -ος, θώρα: θωρ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]