Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντραμπατζής
1 εγγραφή
κοντραμπατζής ο [kondrabadzís] Ο8 : (παρωχ.) ο λαθρέμπορος.

[κοντραμπά(ντο) -τζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες