Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοντράστ το [kontrást] Ο (άκλ.) : οπτική αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στα πολύ σκούρα και στα πολύ ανοιχτά χρώματα μιας εικόνας, από τη μείωση ή την εξαφάνιση των μεσαίων τόνων.
[λόγ. < γαλλ. contraste]