Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντοστούπης
1 εγγραφή
κοντοστούπης ο [kondostúpis] Ο11 θηλ. κοντοστούπα [kondostúpa] Ο25α : αρνητικός χαρακτηρισμός υπερβολικά κοντού ανθρώπου.

[κοντοστούμπης < κοντο- 1 + στούμπ(ος) -ης (και ανομ. ριν. [nd-mb > nd-p] ;)· κοντοστούπ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες