Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντο
27 εγγραφές [1 - 10]
κοντο- 1 [kondo] & κοντό- [kondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοντ- [kond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό το χαρακτηριστικό του μικρός σε μήκος: ~γούνι, κοντόμαλλο, κοντόσπαθο· ~μάνικος. ANT μακρο-. 2. (σε σύνθετα επίθετα) α. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει κοντό, όχι σε σωστές όσον αφορά το μήκος αναλογίες, το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT μακρο-: ~λαίμης, κοντόκορμος, ~μύτης, κοντόσωμος, ~πόδαρος. β. σε παρατακτικά σύνθετα: κοντόπαχος, ~στρούμπουλος, κοντόφαρδος, κοντόχοντρος, κοντός και παχύς κτλ. 3. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος ενεργεί, ώστε να προσδώσει στο αντικείμενό του την ιδιότητα του κοντού, του μικρού σε μήκος: ~κλαδεύω· ~κλαδεμένος, ~κομμένος. 4. κυρίως σε σύνθετα ρήματα, δηλώνει ότι το υποκείμενο κάνει με δυσκολία την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: ~βολεύω, κουτσοβολεύω· κοντανασαίνω.

[μσν. κοντ(ο)- θ. του επιθ. κοντ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοντο-μάνικος]

κοντο- 2 : (λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του κοντά, χρονικά ή τοπικά: ~βασίλεμα· ~χωριανός· ~ζυγώνω.

[μσν. κοντο- θ. του επιρρ. κοντ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. (παράγωγο) κοντ-εύω]

κοντόβραδο το [kondóvraδo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το χρονικό διάστημα που ακολουθεί αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να βραδιάζει· το σούρουπο.

[κοντο- 1 + βράδ(υ) -ο]

κοντοβράκι το [kondovráki] Ο44α : παντελόνι κοντό ως τα γόνατα ή και λίγο πιο κάτω, που το φορούσαν οι χωρικοί. || (ειρ.) κοντό, άχαρο και ασουλούπωτο παντελόνι.

[κοντο- 1 + βρακ(ί) -ι]

κοντόγεμος -η -ο [kondójemos] & κοντόγιομος -η -ο [kondójomos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που είναι σχεδόν γεμάτος.

[κοντο- 2 + γεμ(ίζω) -ος· [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] (πρβ. γεμάτος > γιομάτος)]

κοντογούνι το [kondoγúni] Ο44 : κοντό γυναικείο πανωφόρι της παραδο σιακής ελληνικής ενδυμασίας από γούνα ή προβιά.

[κοντο- 1 + γούν(α) -ι]

κοντοζυγώνω [kondoziγóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) πλησιάζω, έρχομαι πιο κοντά: Tο καράβι ολοένα και κοντοζύγωνε. Kοντοζύγωσε και γονάτισε. || Kοντοζυγώνει η ώρα.

[κοντο- 2 + ζυγώνω]

κοντόθωρος -η -ο [kondóθoros] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει διορατικότητα, που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα και με προοπτική, που έχει περιορισμένη αντίληψη και κρίση· κοντόφθαλμος. κοντόθωρα ΕΠIΡΡ.

[κοντο- 1 + *θώρ(α) -ος, θώρα: θωρ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

κοντόκαννος -η -ο [kondókanos] Ε5 : που έχει κοντή κάννη: Kοντόκαννη καραμπίνα.

[λόγ. κοντο- 1 + κάνν(η) -ος]

κοντοκομμένος -η -ο [kondokoménos] Ε3 : για μαλλιά που είναι κομμένα κοντά.

[κοντο- 2 + κομμένος μππ. του κόβω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες