Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντέσα
1 εγγραφή
κόντες ο [kóntes] Ο14 θηλ. κοντέσα [kontésa] Ο25 : τίτλος ευγενείας στα Επτάνησα· κόμης.

[ιταλ. conte (πρβ. μσν. κόντης < γαλλ. cont(e) -ης)· μσν. κοντέσα < ιταλ. contessa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες