Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κονσομασιόν η [konsomasxón] Ο (άκλ.) : η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: Kάνει ~ σ΄ ένα μπαράκι κοντά στο λιμάνι.
[λόγ. < γαλλ. consommation `ποτό που παραγγέλνεται σε κέντρο΄]