Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονιορτός
1 εγγραφή
κονιορτός ο [koniortós] Ο17 : (λόγ.) η σκόνη, κυρίως όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα που τη σηκώνει ο αέρας.

[λόγ. < αρχ. κονιορτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες