Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κονεύω [konévo] Ρ5.2α μππ. κονεμένος : (λαϊκότρ.) εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση: Kονέψαμε σ΄ ένα χάνι. Aς κονέψουμε εδώ, αφέντη, είπε ο δούλος.
[κον(άκι) που θεωρήθηκε υποκορ. -εύω]