Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονεύω
1 εγγραφή
κονεύω [konévo] Ρ5.2α μππ. κονεμένος : (λαϊκότρ.) εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση: Kονέψαμε σ΄ ένα χάνι. Aς κονέψουμε εδώ, αφέντη, είπε ο δούλος.

[κον(άκι) που θεωρήθηκε υποκορ. -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες