Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονδυλοφόρος
1 εγγραφή
κονδυλοφόρος ο [konδilofóros] & (σπάν.) κοντυλοφόρος ο [kondilofó ros] Ο18 : 1. ξύλινο συνήθ. ή μεταλλικό στέλεχος στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένη πένα, όργανο γραφής σε παλαιότερες κυρίως εποχές. 2. (μτφ., μειωτ.) αυτός που δημοσιογραφεί κατ΄ επάγγελμα, δημοσιογράφος της ρουτίνας. ΦΡ πληρωμένος ~, για πρόσωπο το οποίο, από ιδιοτέλεια, με δημοσιεύματά του υποστηρίζει απόψεις που δεν τις πιστεύει· ΣYN ΦΡ πληρωμένη πένα.

[λόγ. κονδύλ(ιον) -ο- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-plume· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το κοντύλι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες