Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομοδίνο το [komoδíno] Ο39 : μικρό έπιπλο που τοποθετείται δίπλα στο κρεβάτι, στο ύψος του κεφαλιού.
[λόγ. < ιταλ. comodino (ορθογρ. δαν.)]
- κομός ο [komós] Ο17 & κομό το [komó] Ο38 : έπιπλο της κρεβατοκάμαρας που φτάνει συνήθ. ως το ύψος της μέσης, καλύπτεται συνήθ. με μάρμαρο και έχει πολλά μεγάλα οριζόντια συρτάρια για την τακτοποίηση των λευκών ειδών, των εσωρούχων κτλ.
[ιταλ. como < γαλλ. commode και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]