Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομψοτέχνης
1 εγγραφή
κομψοτέχνης ο [kompsotéxnis] Ο10 : αυτός που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα.

[λόγ. κομψ(ός) -ο- + -τέχνης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες