Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπορρήμονας
1 εγγραφή
κομπορρήμονας [komborímonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : κομπορρήμων. || (ως ουσ.).

[λόγ. < μσν. κομπορρήμων (δες λ.), αιτ. -ονα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες